ένθεσμος

ένθεσμος
ος , ον
1) законный, правомерный, правый (о деле и т. п.); 2) придерживающийся закона (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ένθεσμος" в других словарях:

  • ἔνθεσμος — lawful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένθεσμος — η, ο (AM ἔνθεσμος, ον) [εντίθημι] μσν. ο αναγνωρισμένος από τους θεσμούς αρχ. 1. ο κατά τους θεσμούς, έννομος, νόμιμος 2. έγκυρος, που ισχύει κατά τον νόμο, αναγνωρισμένος 3. αυτός που επιτρέπεται 4. (για πρόσ.) αυτός που δρα δίκαια, ο δίκαιος.… …   Dictionary of Greek

  • ἐνθέσμως — ἔνθεσμος lawful adverbial ἔνθεσμος lawful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνθεσμον — ἔνθεσμος lawful masc/fem acc sg ἔνθεσμος lawful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθεσμότατος — ἔνθεσμος lawful masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθέσμοις — ἔνθεσμος lawful masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθέσμου — ἔνθεσμος lawful masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθέσμους — ἔνθεσμος lawful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθέσμων — ἔνθεσμος lawful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθέσμῳ — ἔνθεσμος lawful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνθεσμα — ἔνθεσμος lawful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»